.


:




:

































 

 

 

 


(Nomen Adjectivum)




, . , . . . ος (ἀγαθός, δίκαιος), α η (ἀγαθή, δικαία) ον (ἀγαθόν, δίκαιον). , ἀγαθός 3, δίκαιος 3. , .

 

ἀγαθός 3 , δίκαιος 3 -

  M F N
Sg. Nom. ἀγαθός δίκαιος ἀγαθή δικαία ἀγαθόν δίκαιον
Gen. ἀγαθοῦ δικαίου ἀγαθῆς δικαίας ἀγαθοῦ δικαίου
Dat. ἀγαθῷ δικαίῳ ἀγαθῆ δικαίᾳ ἀγαθῷ δικαίῳ
Acc. ἀγαθόν δίκαιον ἀγαθήν δικαίαν ἀγαθόν δίκαιον
Voc. ἀγαθέ δίκαιε ἀγαθή δικαία ἀγαθόν δίκαιον
Pl.Nom.Voc. ἀγαθοί δίκαιοι ἀγαθαί δίκαιαι ἀγαθά δίκαια
Gen. ἀγαθῶν δικαίων ἀγαθῶν δικαίων ἀγαθῶν δικαίων
Dat. ἀγαθοῖς δικαίοις ἀγαθαῖς δικαίαις ἀγαθοῖς δικαίοις
Acc. ἀγαθούς δικαίους ἀγαθάς δικαίας ἀγαθά δίκαια

 

ος (βάρβαρος), ον (βάρβαρον). βάρβαρος 2 -. .

 

  m,f N
Sg. Nom. βάρβαρος βάρβαρον
Gen. βαρβάρου βαρβάρου
Dat. βαρβάρῳ βαρβάρῳ
Acc. βάρβαρον βάρβαρον
Voc. βάρβαρε βάρβαρον
Pl.Nom.Voc. βάρβαροι βάρβαρα
Gen. βαρβάρων βαρβάρων
Dat. βαρβάροις βαρβάροις
Acc. βαρβάρους βάρβαρα
     

1-2 3 .

 

Nom. Acc λο:

Sg. Nom. μέγας μεγάλη μέγα πολύς πολλή πολύ
Gen. μεγάλου μεγάλης μεγάλου πολλοῦ πολλῆς πολλοῦ
Dat. μεγάλῳ μεγάλῃ μεγάλῳ πολλῷ πολλῇ πολλῷ
Acc. μέγαν μεγαλην μέγα πολύν πολλήν πολύ
Pl. Nom. μεγάλοι μεγάλαι μεγάλα πολλοί πολλαί πολλά
Gen. μεγάλων μεγάλων μεγάλων πολλῶν πολλῶν πολλῶν
Dat. μεγάλοις μεγάλαις μεγάλοις πολλοῖς πολλαῖς πολλοῖς
Acc μεγάλους μεγάλας μεγάλα πολλούς πολλάς πολλά

 

 

Participium praesentis medii-passivi.

Participium praesentis medii-passivi παιδευόμενος, παιδευομένη, παιδευόμενον , -, -

- .. 1 2 . 1-.., 2-. .

 

: ἀποκρίνομαι - , βούλομαι - , ἔρχομαι - , αἰσθάνομαι - , γίγνομαι - , , μάχομαι - , διαλέγομαι ; : ἡγέομαι , αἰτιάομαι - , ἐναντιόομαι ; 2 : δύναμαι - , επίσταμαι .

.

 

 

.

1. (promonima personalia)

 

  1 2 3 , ,
Sg. Nom. ἐγὼ σύ ---------------
Gen. ἐμοῦ, μου   σοῦ, σου οὗ
Dat. ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ
Acc. ἐμέ, με σέ, σε
Pl.Nom. ἡμεῖς ὑμεῖς σφεῖς
Gen. ἡμῶν ὑμῶν σφῶν
Dat. ἡμῖν ὑμῖν σφίσι
Acc. ἡμᾶς ὑμᾶς σφᾶς

!

μου, μοι, με< σου, σοι, σε . ἐμοῦ, ἐμοί, ἐμέ σοῦ, σοί, σέ : : σέ λέγω ; : μετ᾽ ἐμοῦ , ἐπὶ σέ .

3 , , ὁ δέ, ἡ δέ, τὸ δέ ( , , ) οὗτος, αὕτη, τοῦτο, ὅδε, ἥδε, τόδε (, , ).

 

2. (pronomina possessiva):

, , : ἐμ οῦ ἐμός, ἐμή, ἐμόν , , ; σοῦ σός, σή, σόν , , ; ε-τερ- : ἡ μ ῶν- ἡμέτερος, ἡμετερα, ἡμέτερον , , ; ὑμ ων ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον , , . .

3 αὐτός αὐτοῦ, αὐτή αὐτής, αὐτό- αὐτοῦ , , : ὁ ἐμὸς φίλος ὁ φίλος μου ; ἡ ἡμετέρα μήτηρ ἡ μήτηρ ἡμῶν ; αἱ ἀδελφαὶ αὐτῶν .

 

 

18. (III) . ρ, -λ, -ν.

 





:


: 2015-10-21; !; : 610 |


:

:

,
==> ...

1673 - | 1545 -


© 2015-2024 lektsii.org - -

: 0.016 .